- ιδιάζω
- (ΑΜ ἰδιάζω)1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.)2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα οσμή» β. «ἅ δοκεῑ ἰδιάζοντα εἶναι τοῡ Πατρός, ταῡτα καὶ τοῡ Υἱοῡ εἶναι φαίνεται, καὶ τοῡ Ἁγίου Πνεύματος», Ιω. Χρυσ.)μσν.ζω ως ασκητήςμσν.-αρχ.είμαι ιδιωτικός, όχι κοινός ή δημόσιος («ἰδιάζον δωμάτιον», Ηλιόδ.)αρχ.1. (για μέλη τού χορού) τραγουδώ χωριστά, ατομικά2. (για λέξεις) κατέχω διαφορετική θέση, συντάσσομαι διαφορετικά3. γραμμ. μέσ. ἰδιάζομαιαναφέρομαι σε ορισμένη λέξη τού κειμένου4. φρ. «ἰδιαιτέρα θερμασία» — ιδιαίτερη, ξεχωριστή θερμοκρασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος (Ι) + κατάλ. -άζω (πρβλ. κραυγ-άζω, πηγ-άζω)].
Dictionary of Greek. 2013.